- спутник
- -а α. -ца, -ы θ.1. συνοδοιπόρος, συνοδίτης, συνταξιδιώτης, -ισσα. || σύμ-βιος, σύνευνος, σύντροφος στη ζωή.2. (αστρν.) δορυφόρος•
луна спутник - земли το φεγγάρι είναι δορυφόρος της γης.
3. μτφ. συνακόλουθος.εκφρ.искусственный спутник – τεχνητός δορυφόρος, σπούτνικ.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.